- εμπύρετος
- -η, -ο1. που έχει πυρετό.2. (για αρρώστιες) που συνοδεύεται από πυρετό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπύρετος — η, ο (AM ἐμπύρετος, ον) 1. αυτός που έχει πυρετό 2. (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό … Dictionary of Greek
ἐμπυρέτοις — ἐμπύρετος in fever heat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπύρετοι — ἐμπύρετος in fever heat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
μυριοεμπύρετος — μυριοεμπύρετος, ον (Μ) 1. αυτός που κατέχεται από πολύ υψηλό πυρετό 2. συνεκδ. (ως προσφών.) κατακαημένε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἐμπύρετος] … Dictionary of Greek